- πορνικῶς
- πορνικόςof or for harlotsadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
блоудьнѣ — (1*) нар. Развратно: и абье по послушании. падаемсѩ и взираемъ. другъ на друга блуднѣ. (πορνικῶς) ФСт XIV, 211б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κασαλβαδικός — κασαλβαδικός, ή, όν (Μ) αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει σε πόρνη. επίρρ... κασαλβαδικῶς (Μ) πορνικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασαλβάς, άδος + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek